Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπεκρολογώ < μπεκρής + λέγω

  Ρήμα επεξεργασία

μπεκρολογώ και μπεκρολογάω

Συνώνυμα επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη μεθώ

  Μεταφράσεις επεξεργασία