Ετυμολογία

επεξεργασία
μπεκρολογώ < μπεκρής + λέγω

μπεκρολογώ και μπεκρολογάω

Συνώνυμα

επεξεργασία
→ δείτε τη λέξη μεθώ

  Μεταφράσεις

επεξεργασία