μεθαυριανός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεθαυριανός < (ελληνιστική κοινή) μεθαύριον
Επίθετο
επεξεργασίαμεθαυριανός, -ή, -ό
- που θα γίνει, θα πραγματοποιηθεί ή θα φτιαχτεί μεθαύριο
- μεθαυριανός καιρός, μεθαυριανή αναμέτρηση
Μεταφράσεις
επεξεργασία μεθαυριανός
|