μεγαλοϊδεατισμός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μεγαλοϊδεατισμός < Μεγάλη Ιδέα + -ισμός
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μεγαλοϊδεατισμός αρσενικό
- (ιστορία) (πολιτική) η πίστη και υποστήριξη προς τη Μεγάλη Ιδέα
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
μεγαλοϊδεατισμός