Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεγαλοβδομαδιάτικος η μεγαλοβδομαδιάτικη το μεγαλοβδομαδιάτικο
      γενική του μεγαλοβδομαδιάτικου της μεγαλοβδομαδιάτικης του μεγαλοβδομαδιάτικου
    αιτιατική τον μεγαλοβδομαδιάτικο τη μεγαλοβδομαδιάτικη το μεγαλοβδομαδιάτικο
     κλητική μεγαλοβδομαδιάτικε μεγαλοβδομαδιάτικη μεγαλοβδομαδιάτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεγαλοβδομαδιάτικοι οι μεγαλοβδομαδιάτικες τα μεγαλοβδομαδιάτικα
      γενική των μεγαλοβδομαδιάτικων των μεγαλοβδομαδιάτικων των μεγαλοβδομαδιάτικων
    αιτιατική τους μεγαλοβδομαδιάτικους τις μεγαλοβδομαδιάτικες τα μεγαλοβδομαδιάτικα
     κλητική μεγαλοβδομαδιάτικοι μεγαλοβδομαδιάτικες μεγαλοβδομαδιάτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεγαλοβδομαδιάτικος < Μεγάλη Εβδομάδα

  Επίθετο επεξεργασία

μεγαλοβδομαδιάτικος, -η, -ο


Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία