μεγαλοβδομαδιάτικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεγαλοβδομαδιάτικος < Μεγάλη Εβδομάδα
Επίθετο
επεξεργασίαμεγαλοβδομαδιάτικος, -η, -ο
- σχετικός με τη Μεγάλη Εβδομάδα
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μεγαλοβδομαδιάτικος
|