Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεγαθερμίδα οι μεγαθερμίδες
      γενική της μεγαθερμίδας των μεγαθερμίδων
    αιτιατική τη μεγαθερμίδα τις μεγαθερμίδες
     κλητική μεγαθερμίδα μεγαθερμίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεγαθερμίδα < μεγα- + θερμίδα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /me.ɣa.θeɾˈmi.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐γα‐θερ‐μί‐δα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μεγαθερμίδα θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr