ματοκύλισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ματοκύλισμα < μεσαιωνική ελληνική ματοκυλισά και αἱματοκυλυσία < αἷμα και κυλιῶ < αρχαία ελληνική κυλίω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ματοκύλισμα ουδέτερο και πληθ. τα ματοκυλίσματα
- (λαϊκότροπο) το αιματοκύλισμα