Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

bloodshed (en)

  1. η αιματοχυσίασφαγή, η απώλεια ζωών σε μεγάλη κλίμακα)
     συνώνυμα: bloodletting