Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαστοειδίτιδα οι μαστοειδίτιδες
      γενική της μαστοειδίτιδας των μαστοειδίτιδων
    αιτιατική τη μαστοειδίτιδα τις μαστοειδίτιδες
     κλητική μαστοειδίτιδα μαστοειδίτιδες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαστοειδίτιδα < μαστοειδής (απόφυση) + -ίτιδα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαστοειδίτιδα θηλυκό

  • (ιατρική) φλεγμονή των αεροφόρων κυψελών της μαστοειδούς απόφυσης, του τμήματος του κρανίου πίσω από το αυτί

  Μεταφράσεις επεξεργασία