Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μασταλγία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
μασταλγί
α
οι
μασταλγί
ες
γενική
της
μασταλγί
ας
των
μασταλγι
ών
αιτιατική
τη
μασταλγί
α
τις
μασταλγί
ες
κλητική
μασταλγί
α
μασταλγί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μασταλγία
<
λόγιο ενδογενές δάνειο
:
αγγλική
mastalgia
<
αρχαία ελληνική
μαστός
+
ἄλγος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μασταλγία
θηλυκό
(
ιατρική
) η
μαστωδυνία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μασταλγία
αγγλικά
:
mastalgia
(en)
γαλλικά
:
mastalgie
(fr)