Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μασσαλιώτιδα οι μασσαλιώτιδες
      γενική της μασσαλιώτιδας των μασσαλιώτιδων
    αιτιατική τη μασσαλιώτιδα τις μασσαλιώτιδες
     κλητική μασσαλιώτιδα μασσαλιώτιδες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μασσαλιώτιδα < από την λέξη της καθαρεύουσας Μασσαλιῶτις < Μασσαλία για να αποδοθεί το γαλλικό Marseillaise

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μασσαλιώτιδα θηλυκό

  1. ο εθνικός ύμνος της Γαλλίας που ονομάστηκε έτσι επειδή τον τραγουδούσαν φλογερά κατά την είσοδό τους στο Παρίσι οι εθελοντές Μασσαλιώτες στον πόλεμο της Γαλλίας κατά της Αυστρίας και της Πρωσσίας -ύμνος που διαδόθηκε στη συνέχεια ως επαναστατικό τραγούδι και έτσι επιβλήθηκε
  2. με κεφαλαίο, η γυναίκα από τη Μασσαλία

  Μεταφράσεις επεξεργασία