Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαρσούτκα οι μαρσούτκες
      γενική της μαρσούτκας των μαρσούτκων
    αιτιατική τη μαρσούτκα τις μαρσούτκες
     κλητική μαρσούτκα μαρσούτκες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαρσούτκα < (άμεσο δάνειο) ρωσική маршрутка < γαλλική marcheroute

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαρσούτκα θηλυκό

  • ταξί ομαδικό στις χώρες της Κοινοπολιτείας Ανεξαρτήτων Κρατών, στην Βουλγαρία καθώς και στις Βαλτικές Δημοκρατίες.

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία