μαρμάγκα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μαρμάγκα | οι | μαρμάγκες |
γενική | της | μαρμάγκας | — | |
αιτιατική | τη | μαρμάγκα | τις | μαρμάγκες |
κλητική | μαρμάγκα | μαρμάγκες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μαρμάγκα < (άμεσο δάνειο) αλβανική merimangë (αράχνη) < μεσαιωνική ελληνική μυρμήγκι[1] (αντιδάνειο) < ελληνιστική κοινή μυρμήκιον < αρχαία ελληνική μύρμηξ
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /maɾˈmaŋ.ɡa/
Ουσιαστικό επεξεργασία
μαρμάγκα θηλυκό
- (εντομολογία) ευμεγέθης αράχνη με δαγκάνες, Galeodes graecus
Εκφράσεις επεξεργασία
- τον έφαγε η μαρμάγκα: για κάποιον/κάτι που εξαφανίστηκε χωρίς να αφήσει ίχνη
Μεταφράσεις επεξεργασία
μαρμάγκα
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ merimangë - Orel, Vladimir E. (1998). Albanian Etymological Dictionary [Αλβανικό Ετυμολογικό Λεξικό] (στα αγγλικά). Λέιντεν – Βοστώνη: Brill.