merimangë
Αλβανικά (sq)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- merimangë < merming < μεσαιωνική ελληνική μυρμήγκι < ελληνιστική κοινή μυρμήκιον < αρχαία ελληνική μύρμηξ
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
merimangë (sq) θηλυκό (οριστικός τύπος merimanga) (πληθυντικός merimanga)
- (εντομολογία) η αράχνη