Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μαξιμαλιστής οι μαξιμαλιστές
      γενική του μαξιμαλιστή των μαξιμαλιστών
    αιτιατική τον μαξιμαλιστή τους μαξιμαλιστές
     κλητική μαξιμαλιστή μαξιμαλιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαξιμαλιστής < μαξιμαλισμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαξιμαλιστής αρσενικό μαξιμαλίστρια θηλυκό

  • ο οπαδός της θεωρίας του μαξιμαλισμού, εκείνος που πιστεύει ότι πρέπει να επιζητείται το μέγιστο δυνατό (στην παραγωγή, στην ανάπτυξη, στις κοινωνικές διαπραγματεύσεις κ.α.)

Συγγενικά επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

(σε κάποιες έννοιες)

  Μεταφράσεις επεξεργασία