Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μαντάρισμα τα μανταρίσματα
      γενική του μανταρίσματος των μανταρισμάτων
    αιτιατική το μαντάρισμα τα μανταρίσματα
     κλητική μαντάρισμα μανταρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαντάρισμα < μαντάρ(ω) + -ισμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαντάρισμα ουδέτερο

  • το αποτέλεσμα αλλά και η ενέργεια τού μαντάρω
    Και εξηγεί ότι οι δουλειές πάνε καλά επειδή οι Ελληνίδες δεν... ράβουν: «Ναι, ένα καλό ρούχο μάς το φέρνουν για μαντάρισμα, αλλά κυρίως επειδή οι νεότερες γυναίκες δεν ξέρουν να το κάνουν μόνες τους». (*)

  Μεταφράσεις επεξεργασία