μανούρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μανούρα | οι | μανούρες |
γενική | της | μανούρας | των | μανούρων |
αιτιατική | τη | μανούρα | τις | μανούρες |
κλητική | μανούρα | μανούρες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό επεξεργασία
μανούρα (el) θηλυκό
- κάτι επίπονο, δύσκολο, μπελάς