hustle
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | hustle |
γ΄ ενικό ενεστώτα | hustles |
αόριστος | hustled |
παθητική μετοχή | hustled |
ενεργητική μετοχή | hustling |
Ρήμα
επεξεργασίαhustle (en)
Πηγές
επεξεργασία- hustle - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 164-165, 634, 809. ISBN 9780194325684., λήμμα: βιάζομαι, ορμώ, σπεύδω