μανατζαραίος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμανατζαραίος αρσενικό
- (ανεπίσημο) → δείτε τη λέξη μανατζαρέος
- ※ Άραγε, το γνωρίζει αυτό ο υπουργός Εξωτερικών; Έχει δώσει ο ίδιος την έγκρισή του στους «μανατζαραίους» του υπουργείου για κάτι τέτοιο; («Μανατζαραίοι» στο υπουργείο Εξωτερικών – Διπλωμάτες στα θρανία, happenednow.gr, 3/2/2022, [1])
- ※ βλέπουμε διαφημιστική καταχώριση σε στάση λεωφορείου. Πολυεθνική, ισχυρή, που παράγει καφέ, παραγγέλλει την καταχώριση. Εταιρία αναλαμβάνει να βρει το σύνθημα, να σχεδιάσει το εικαστικό. Ασχολούνται κειμενογράφοι, μαρκετινίστες, βοηθοί διαφήμισης, γραφίστες, φωτογράφοι, διευθυντές, τυπογράφοι, 45 μάστορες, 60 μαθητάδες, μανατζαραίοι, άσχημοι και ωραίοι (Η κατάστασις εν Ελλάδι, newsbreak.gr, 22/12/2021 [2])
- ※ Έξω απ' τον παράδεισο των γηπέδων, στην κόλαση της κοινωνίας, όλοι αυτοί οι τύποι (κεντριστές, λείοι, δήθεν, ντεμέκ, μανατζαραίοι, προσεκτικοί, αβροί κ.λπ.), είναι ακριβώς εκείνοι που ανάβουν τις φωτιές στα καζάνια, για να καούν οι άλλοι (Χριστόφορος Κάσδαγλης, Το γαμώτο ενός παναθηναϊκού, εκδ. Καστανιώτη, 1/11/2010 [3])
Άλλες μορφές
επεξεργασία- μανατζαρέος
- μανατζέρης (σπάνιο)
- μανατζέρι (σπάνιο)