μανατζέρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμανατζέρι αρσενικό
- (σπάνιο, ανεπίσημο) → δείτε τη λέξη μανατζαρέος
- ※ O τυπος που σκεφτηκε την κομπινα "Εκκλησια" ειναι το μεγαλυτερο μανατζερι μετα τον Στιβ Τζομπς (αντιγραμμένο κατά λέξη, χωρίς τονισμό, από μπλογκ, 5/5/2010)
- ※ Σιγά μην ασχοληθούν τα γραββατωμένα μανατζέρια της IAG για το τί σόι μετασχηματιστές εξόδου έχει μέσα αυτός ο ενισχυτής ('αντιγραμμένο κατά λέξη, χωρίς τονισμό, από μπλογκ, 30/12/2012)
- ※ παίζει ένα σατυρικό σποτάκι αυτές τις μέρες στην τηλεόραση με έναν ισπανόφωνο, δεν ξέρω, Μεξικανός πρέπει να είναι αγρότης, που μαζεύει τα «μανατζέρια», αυτούς που χρεοκοπήσανε το τραπεζικό σύστημα, αυτούς που έπαιρναν της υψηλές αμοιβές (Πρακτικά της Βουλής των Ελλήνων, Περίοδος: ΙΒ, Σύνοδος: Β΄, Συνεδρίαση: ΙΖ΄ 30/10/2008 [1])
Άλλες μορφές
επεξεργασία- μανατζαρέος
- μανατζαραίος
- μανατζέρης (σπάνιο)