μανατζαρέος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμανατζαρέος αρσενικό
- (ανεπίσημο) υποτιμητική αναφορά στο διευθυντικό προσωπικό οργανισμών (των διευθυντών = managers στα αγγλικά)
- ※ Άνθρωποι, συνάνθρωποι, υπάνθρωποι και απάνθρωποι, υπάλληλοι, ντελιβεράδες και μανατζαρέοι, παιδιά γερασμένα, γερασμένοι που νιώθουν παιδιά, ανήσυχες υπάρξεις και φιλήσυχες συνειδήσεις, γυναίκες και άντρες που τιμούν το ρόλο τους (Ιστορίες της διπλανής κρίσης, Μαρία Κανελλάκη, εκδ. 24 γράμματα, 2017)
- ※ Όσο για τον Τόμσεν, σαν καριερίστας μανατζαρέος, θέλει να φαίνεται καλός υπερασπιστής των χρημάτων και των συμφερόντων των αφεντικών του στο ΔΝΤ. (Οι λαϊκιστές: Σόιμπλε, Τόμσεν, Τσίπρας, 5 Σεπτεμβρίου 2019, star.gr [1])
- ※ Η εργοδοσία και οι μανατζαρέοι είναι αποκλειστικά υπεύθυνοι για τη υγεία και την ασφάλεια των συναδέλφων (Σωματείο Εργαζομένων Forthnet-Netmed [2])
Άλλες μορφές
επεξεργασία- μανατζαραίος
- μανατζέρης (σπάνιο)
- μανατζέρι (σπάνιο)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μανατζαρέος
|