↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μακαρονοφαγία οι μακαρονοφαγίες
      γενική της μακαρονοφαγίας των μακαρονοφαγιών
    αιτιατική τη μακαρονοφαγία τις μακαρονοφαγίες
     κλητική μακαρονοφαγία μακαρονοφαγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μακαρονοφαγία < μακαρόν(ι) + -ο- + -φαγία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μακαρονοφαγία θηλυκό, χωρίς πληθυντικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία