μακαρονοφαγία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μακαρονοφαγία < μακαρόν(ι) + -ο- + -φαγία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμακαρονοφαγία θηλυκό, χωρίς πληθυντικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μακαρονοφαγία
|