Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μακαντάσης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
μακαντάσ
ης
οι
μακαντάσ
ηδες
γενική
του
μακαντάσ
η
των
μακαντάσ
ηδων
αιτιατική
τον
μακαντάσ
η
τους
μακαντάσ
ηδες
κλητική
μακαντάσ
η
μακαντάσ
ηδες
Κατηγορία
όπως «
μανάβης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μακαντάσης
< (
άμεσο δάνειο
)
τουρκική
mankadaş
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μακαντάσης
αρσενικό
στενός
φίλος
ή
σύντροφος
,
φιλαράκι
,
καρντάσης
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μακαντάσης