Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαινάδα οι μαινάδες
      γενική της μαινάδας των μαινάδων
    αιτιατική τη μαινάδα τις μαινάδες
     κλητική μαινάδα μαινάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαινάδα < αρχαία ελληνική μαινάς-άδος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαινάδα θηλυκό

  1. γυναίκες συνοδοί του θεού των αρχαίων Ελλήνων Διόνυσου οι οποίες περιφέρονταν σε έξαλλη κατάσταση
  2. γυναίκα σε έξαλλη κατάσταση ή και μονίμως έξαλλη, στρίγγλα

  Μεταφράσεις επεξεργασία