μαινάς
Ετυμολογία
επεξεργασία- μαινάς < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή μαινάς (αρχαία σημασία: μαινάδα, γυναίκα μαινόμενη)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαινάς θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- μαινάς - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | μαινάς | αἱ | μαινάδες |
γενική | τῆς | μαινάδος | τῶν | μαινάδων |
δοτική | τῇ | μαινάδῐ | ταῖς | μαινάσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | μαινάδᾰ | τὰς | μαινάδᾰς |
κλητική ὦ! | μαινάς | μαινάδες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μαινάδε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μαινάδοιν | ||
Με βραχύ άλφα στο θέμα -άς, -άδος. | ||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δεκάς' όπως «δεκάς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μαινάς < μαίνομαι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαινάς θηλυκό
- γυναίκα σε κατάσταση μανίας, μαινόμενη
- (ελληνική μυθολογία) μία από τις Μαινάδες που συνόδευαν τον Διόνυσο
- (στον Πίνδαρο) αυτή που προκαλεί μανία
- (ελληνιστική σημασία) πόρνη
Πηγές
επεξεργασία- μαινάς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μαινάς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.