Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαινάς < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή μαινάς (αρχαία σημασία: μαινάδα, γυναίκα μαινόμενη)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαινάς θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μαινάς αἱ μαινάδες
      γενική τῆς μαινάδος τῶν μαινάδων
      δοτική τῇ μαινάδ ταῖς μαινάσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν μαινάδ τὰς μαινάδᾰς
     κλητική ! μαινάς μαινάδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μαινάδε
γεν-δοτ τοῖν  μαινάδοιν
Με βραχύ άλφα στο θέμα -άς, -άδος.
3η κλίση, Κατηγορία 'δεκάς' όπως «δεκάς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαινάς < μαίνομαι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαινάς θηλυκό

  1. γυναίκα σε κατάσταση μανίας, μαινόμενη
  2. (ελληνική μυθολογία) μία από τις Μαινάδες που συνόδευαν τον Διόνυσο
  3. (στον Πίνδαρο) αυτή που προκαλεί μανία
  4. (ελληνιστική σημασία) πόρνη

  Πηγές επεξεργασία