μαγουλάς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μαγουλάς < μάγουλ(ο) + μεγεθυντικό επίθημα -άς
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ma.ɣuˈlas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐γου‐λάς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαγουλάς αρσενικό (θηλυκό μαγουλού)
- αυτός που έχει μεγάλα ολοστρόγγυλα μάγουλα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μαγουλάς
|