μίλιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | μίλιον | τὰ | μίλιᾰ | ||||
γενική | τοῦ | μιλίου | τῶν | μιλίων | ||||
δοτική | τῷ | μιλίῳ | τοῖς | μιλίοις | ||||
αιτιατική | τὸ | μίλιον | τὰ | μίλιᾰ | ||||
κλητική ὦ! | μίλιον | μίλιᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μιλίω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | μιλίοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μίλιον < (άμεσο δάνειο) λατινική millia (πληθυντικός: χίλια) στη φράση mil(l)ia passum/passuum (γενική πληθυντικού του passus (βήμα)): χίλια βήματα [1]
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ νέα ελληνικά: μίλι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμίλιον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
- (μονάδα μέτρησης) το ρωμαϊκό μίλι (χίλια βήματα, οκτώ στάδια, 1.680 γιάρδες ή περίπου 1.535 μέτρα)
Συγγενικά
επεξεργασία- μιλιάζω
- μιλιάριον
- μιλιασμός
- μιλιοδρομῶ (-έω)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ μίλι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- μίλιον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μίλιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.