↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
μηνῡσῐ- μηνῡσε-
ονομαστική μήνυσῐς αἱ μηνύσεις
      γενική τῆς μηνύσεως τῶν μηνύσεων
      δοτική τῇ μηνύσει ταῖς μηνύσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν μήνυσῐν τὰς μηνύσεις
     κλητική ! μήνυσῐ μηνύσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μηνύσει
γεν-δοτ τοῖν  μηνυσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μήνυσις < μηνύ(ω) + -σις
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: μήνυση (με ειδικότερη σημασία)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μήνυσις, -εως θηλυκό