μάραμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μάραμα | τα | μαράματα |
γενική | του | μαράματος | των | μαραμάτων |
αιτιατική | το | μάραμα | τα | μαράματα |
κλητική | μάραμα | μαράματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμάραμα ουδέτερο
- (κυριολεκτικά, μεταφορικά) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του μαραίνω