• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

μάραμα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Άλλες μορφές
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μάραμα τα μαράματα
      γενική του μαράματος των μαραμάτων
    αιτιατική το μάραμα τα μαράματα
     κλητική μάραμα μαράματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

μάραμα < μαραίνω + -μα

  Ουσιαστικό Επεξεργασία

μάραμα ουδέτερο

  • (κυριολεκτικά, μεταφορικά) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του μαραίνω

Άλλες μορφές Επεξεργασία

  • μαρασμός
  • μάρανση

  Μεταφράσεις Επεξεργασία

    μάραμα
  • → δείτε τις λέξεις μαρασμός και μάρανση
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=μάραμα&oldid=5560320"
Τελευταία επεξεργασία στις 29 Απριλίου 2022, στις 20:22

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 29 Απριλίου 2022, στις 20:22.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie