Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μάζωμα τα μαζώματα
      γενική του μαζώματος των μαζωμάτων
    αιτιατική το μάζωμα τα μαζώματα
     κλητική μάζωμα μαζώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μάζωμα < μαζώνω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μάζωμα ουδέτερο

  1. το μάζεμα
  2. παίρνω φόρα (π.χ. για να κάνω άλμα εις μήκος)
    Πάρεμάζωμα γιατί αλλιώς δεν θα πηδήξεις το χαντάκι

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία