μάζωμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μάζωμα | τα | μαζώματα |
γενική | του | μαζώματος | των | μαζωμάτων |
αιτιατική | το | μάζωμα | τα | μαζώματα |
κλητική | μάζωμα | μαζώματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μάζωμα < μαζώνω
Ουσιαστικό επεξεργασία
μάζωμα ουδέτερο
- το μάζεμα
- παίρνω φόρα (π.χ. για να κάνω άλμα εις μήκος)
- Πάρεμάζωμα γιατί αλλιώς δεν θα πηδήξεις το χαντάκι
Σύνθετα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μάζωμα
|