λυσίνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λυσίνη | οι | λυσίνες |
γενική | της | λυσίνης | των | λυσινών |
αιτιατική | τη | λυσίνη | τις | λυσίνες |
κλητική | λυσίνη | λυσίνες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαλυσίνη θηλυκό
- (βιολογία) ένα από τα είκοσι αμινοξέα που βρίσκονται συνήθως στην πρωτεΐνη.
- (βιοχημεία, αμινοξύ) απαραίτητο αμινοξύ με τύπο H2N-(CH2)4-CH(NH2)-COOH και σύμβολο Lys ή K