λολάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λολάκι | ||
γενική | — | |||
αιτιατική | το | λολάκι | ||
κλητική | λολάκι | |||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαλολάκι ουδέτερο
- (διαδικτυακή αργκό) υποκοριστικό του λολ
- ⮡ Να μπούμε κάνα λολάκι;
Μεταφράσεις
επεξεργασία λολάκι
|