legend
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
legend | legends |
Ετυμολογία
επεξεργασία- legend < μέση αγγλική legende < παλαιά γαλλική legende < λατινική legenda < lego
Ουσιαστικό
επεξεργασίαlegend (en)
- ο θρύλος, διήγηση, ως επί το πλείστον επαινετική ή εκπληκτική και θαυμαστή, για πρόσωπα, γεγονότα ή πράγματα του παρελθόντος, τα στοιχεία της οποίας βρίσκονται μεταξύ του μυθικού και του πιθανού
- ⮡ The battle of Thermopylae became a legend going beyond its narrow historical context.
- Η μάχη των Θερμοπυλών ξεφεύγοντας από τα στενά ιστορικά πλαίσια έγινε θρύλος.
- ⮡ Legend has it that the whole village had been cursed by a witch.
- Η παράδοση λέει ότι όλο το χωριό είχε καταραστεί από μια μάγισσα.
- συγκρίνετε με το: myth
- ⮡ The battle of Thermopylae became a legend going beyond its narrow historical context.
- ο θρύλος, ο μύθος, για κάτι ή για κάποιον με εκπληκτικές επιδόσεις στον τομέα του
- ⮡ Greta Garbo is a legend.
- Η Γκρέτα Γκάρμπο είναι ένας θρύλος.
- ⮡ the living legends of Hollywood - οι ζωντανοί μύθοι του Χόλιγουντ
- ⮡ Greta Garbo is a legend.
- το υπόμνημα σε ένα χάρτη
- (επίσημο) το κείμενο σε ένα νόμισμα