ενικός         πληθυντικός  
inscription inscriptions

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

inscription (en)

  • η εγγραφή, η επιγραφή, λέξεις γραμμένες στο μπροστινό μέρος ενός βιβλίου ή κομμένες σε πέτρα ή μέταλλο
    ⮡  the inscription of his name - η εγγραφή του ονόματός του
    ⮡  He turned the slab to the other side and then saw the inscription.
    Γύρισε την πλάκα από την άλλη μεριά και τότε είδε την επιγραφή.



  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɛ̃s.kʁip.sjɔ̃/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
inscription inscriptions

inscription (fr) θηλυκό