Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

λολ < (άμεσο δάνειο) αγγλική lol / LOL < Laugh(ing) Out Loud

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈlol/

  Επιφώνημα επεξεργασία

λολ

  • (διαδικτυακή αργκό) γελάω δυνατά, βρίσκω κάτι πολύ αστείο
    ※  «Φαντάζεσαι να φέρναμε εδώ τον Μιχάλη;» με ρώτησε η Μελίνα βγαίνοντας από το θέατρο. Ο Μιχάλης είναι ο κοινός μας φίλος που αρνείται πεισματικά να μπει στο Ίντερνετ – πόσο μάλλον να αποκτήσει προφίλ στα κοινωνικά δίκτυα. «Εδώ σηκώνει ένα ΛΟΛ» απάντησε μόνη της.
    Λίνα Γιάνναρου, Αλήθειες βγαλμένες από τη ζωή online, Η Καθημερινή, 8 Δεκεμβρίου 2013

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

λολ < (άμεσο δάνειο) αγγλική lol / LoL < League Of Legends

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λολ ουδέτερο άκλιτο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία