λοιδοριά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λοιδοριά | οι | λοιδοριές |
γενική | της | λοιδοριάς | των | λοιδοριών |
αιτιατική | τη | λοιδοριά | τις | λοιδοριές |
κλητική | λοιδοριά | λοιδοριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- λοιδοριά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
λοιδοριά θηλυκό
- δένδρο, είδος δρυς που θεωρείται καταραμένο και αφορισμένο επειδή από αυτό έφτιαξαν τον σταυρό του Χριστού
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
λοιδοριά
|