λιτέρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λιτέρα | οι | λιτέρες |
γενική | της | λιτέρας | — | |
αιτιατική | τη | λιτέρα | τις | λιτέρες |
κλητική | λιτέρα | λιτέρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- λιτέρα < ιταλική lettiera < γαλλική litière < lit (κρεβάτι) < λατινική lectus (κρεβάτι) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *logʰos < *legʰ-
Ουσιαστικό επεξεργασία
λιτέρα θηλυκό
- (ιδιωματικό) νεκροκρέβατο το οποίο άνηκε στην κοινότητα. Ακουγόταν στην περιοχή του βορείου Αιγαίου
συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
λιτέρα
|