Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καντιλέτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική cataletto / (άμεσο δάνειο) ιταλική catiletto[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καντιλέτο ουδέτερο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 Gustav Meyer, Neugriechische Studien, Part 4, σελ. 29 [1]

  Μεταφράσεις επεξεργασία