καντιλέτο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καντιλέτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική cataletto / (άμεσο δάνειο) ιταλική catiletto[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαντιλέτο ουδέτερο
- φέρετρο, νεκροκρέβατο το οποίο άνηκε στην κοινότητα (Θήρα[1])
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καντιλέτο
|