λιποταξία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λιποταξία < αρχαία ελληνική λιποταξία < θέμα λιπ- από τον αόριστο β' του λείπω + τάξις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλιποταξία θηλυκό
- η εγκατάλειψη από στρατιώτη της μονάδας του σε καιρό ειρήνης ή την ώρα της μάχης
- (γενικότερα) η εγκατάλειψη ενός αγώνα, ιδίως συλλογικού