Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λιομαζώχτρα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
λιομαζώχτρ
α
οι
λιομαζώχτρ
ες
γενική
της
λιομαζώχτρ
ας
των
λιομαζωχτρ
ών
αιτιατική
τη
λιομαζώχτρ
α
τις
λιομαζώχτρ
ες
κλητική
λιομαζώχτρ
α
λιομαζώχτρ
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
λιομαζώχτρα
< (
ελιά
)
λιο-
+
-ο-
+
μαζώχτρα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λιομαζώχτρα
θηλυκό
(
λαϊκότροπο
,
επάγγελμα
) αυτή που
μαζεύει
ελιές
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λιομαζώχτρα