↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
λῐμενοφῠλᾰκ-
ονομαστική λιμενοφύλαξ οἱ λιμενοφύλακες
      γενική τοῦ λιμενοφύλακος τῶν λιμενοφυλάκων
      δοτική τῷ λιμενοφύλακ τοῖς λιμενοφύλαξ(ν)
    αιτιατική τὸν λιμενοφύλακ τοὺς λιμενοφύλακᾰς
     κλητική ! λιμενοφύλαξ λιμενοφύλακες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λιμενοφύλακε
γεν-δοτ τοῖν  λιμενοφυλάκοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λιμενοφύλαξ < λιμήν, λιμεν- + -ο- + -φύλαξ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λιμενοφύλαξ αρσενικό