Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λιθοσωρός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
λιθοσωρ
ός
οι
λιθοσωρ
οί
γενική
του
λιθοσωρ
ού
των
λιθοσωρ
ών
αιτιατική
τον
λιθοσωρ
ό
τους
λιθοσωρ
ούς
κλητική
λιθοσωρ
έ
λιθοσωρ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
λιθοσωρός
<
λίθος
+
-ο-
+
σωρός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λιθοσωρός
αρσενικό
σωρός
από
λίθους
/
πέτρες
Συνώνυμα
επεξεργασία
αρμακάς
τρόχαλος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λιθοσωρός