αρμακάς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αρμακάς | οι | αρμακάδες |
γενική | του | αρμακά | των | αρμακάδων |
αιτιατική | τον | αρμακά | τους | αρμακάδες |
κλητική | αρμακά | αρμακάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αρμακάς < ελληνιστική κοινή ἕρμαξ < αρχαία ελληνική ἕρμα
Ουσιαστικό επεξεργασία
αρμακάς αρσενικό
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αρμακάς
|