• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

τρόχαλος

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τρόχαλος οι τρόχαλοι
      γενική του τρόχαλου των τρόχαλων
    αιτιατική τον τρόχαλο τους τρόχαλους
     κλητική τρόχαλε τρόχαλοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τρόχαλος < αρχαία ελληνική τροχαλός < τρέχω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τρόχαλος αρσενικό

  1. (ιδιωματικό) λιθοσωρός
  2. (ιδιωματικό) αναλημματικός τοίχος ξερολιθιάς

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη τρέχω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
    τρόχαλος
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=τρόχαλος&oldid=5618203"
Τελευταία επεξεργασία στις 28 Οκτωβρίου 2022, στις 08:54

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 28 Οκτωβρίου 2022, στις 08:54.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας