τρόχαλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τρόχαλος < αρχαία ελληνική τροχαλός < τρέχω
Ουσιαστικό επεξεργασία
τρόχαλος αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη τρέχω
Μεταφράσεις επεξεργασία
τρόχαλος
|
τρόχαλος αρσενικό
|