↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λιγνιτόσημο τα λιγνιτόσημα
      γενική του λιγνιτόσημου
λιγνιτοσήμου
των λιγνιτόσημων
λιγνιτοσήμων
    αιτιατική το λιγνιτόσημο τα λιγνιτόσημα
     κλητική λιγνιτόσημο λιγνιτόσημα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λιγνιτόσημο < λιγνίτης + -ο- + -σημο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λιγνιτόσημο ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία