↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λιβάκωμα τα λιβακώματα
      γενική του λιβακώματος των λιβακωμάτων
    αιτιατική το λιβάκωμα τα λιβακώματα
     κλητική λιβάκωμα λιβακώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λιβάκωμα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λιβάκωμα ουδέτερο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Άνθιμος Γαζής, Λεξικόν της ελληνικής γλώσσης επίτομον, τόμ. Α΄ (Αθήνα 1839), σ. 293, λ. «αστροβλησία».
  • Γεώργιος Δ. Ζηκίδης, Λεξικόν ορθογραφικόν, 4η βελτιωμένη έκδοση (Αθήνα: Ι. Σιδέρης, 1926), σ. 514.