λιανοτούφεκο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ʎa.noˈtu.fe.ko/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλιανοτούφεκο ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασία- λιανοτουφεκιά
- → δείτε τις λέξεις λιανός και ντουφέκι
Μεταφράσεις
επεξεργασία λιανοτούφεκο
|