Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λεφτόδεντρο τα λεφτόδεντρα
      γενική του λεφτόδεντρου των λεφτόδεντρων
    αιτιατική το λεφτόδεντρο τα λεφτόδεντρα
     κλητική λεφτόδεντρο λεφτόδεντρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
λεφτόδενδρο

  Ετυμολογία επεξεργασία

λεφτόδεντρο < λεφτά + δένδρο (είτε από ανεξάρτητη έμπνευση, είτε από την αγγλική έκφραση money doesn’t grow on trees[1])

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λεφτόδεντρο ουδέτερο

  • (νεολογισμός, αργκό) ειρωνική αναφορά σε ανύπαρκτο δένδρο που έχει χρήματα (λεφτά) για καρπούς
    ※  Το Σύνταγμα δεν είναι λεφτόδενδρο ([1] Δικαιοσύνη: Η ουσία της πολιτικής, Σταύρος Τσακυράκης, Εκδ. Μεταίχμιο, 18 Απρ 2019)
    ※  Λες και υπάρχει ένα νομισματοκοπείο που απλά «κόβει χρήμα», ή λες και υπάρχει ένα «λεφτόδεντρο» που κάθε χρόνο παράγει λεφτά για όλους… («Λεφτόδεντρο» τέλος!, 24/11/15, Στέφανος Κοτζαμάνης στο e-forologia.gr)

Συνώνυμα επεξεργασία

Σημειώσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Υπάρχουν λεφτόδεντρα;, Νίκος Σαραντάκος, 5 Μαΐου, 2020

  Μεταφράσεις επεξεργασία