λευκανθής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | λευκανθής | η | λευκανθής | το | λευκανθές |
γενική | του | λευκανθούς* | της | λευκανθούς | του | λευκανθούς |
αιτιατική | τον | λευκανθή | τη | λευκανθή | το | λευκανθές |
κλητική | λευκανθή(ς) | λευκανθής | λευκανθές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | λευκανθείς | οι | λευκανθείς | τα | λευκανθή |
γενική | των | λευκανθών | των | λευκανθών | των | λευκανθών |
αιτιατική | τους | λευκανθείς | τις | λευκανθείς | τα | λευκανθή |
κλητική | λευκανθείς | λευκανθείς | λευκανθή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λευκανθής < αρχαία ελληνική λευκανθής
Επίθετο
επεξεργασίαλευκανθής, -ής, -ές
Μεταφράσεις
επεξεργασία λευκανθής
|