λευκάνθεμο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λευκάνθεμο < ελληνιστική κοινή λευκάνθεμον < αρχαία ελληνική λευκός + ἄνθεμον < ἄνθος
Ουσιαστικό επεξεργασία
λευκάνθεμο ουδέτερο
- (φυτό) φυτό του γένους ανθεμίς της οικογένειας Σύνθετα (Compositae)
Μεταφράσεις επεξεργασία
λευκάνθεμο
|