λεμφοκοκκίωμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λεμφοκοκκίωμα < λέμφος + -ο- + κοκκίωμα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική lymphogranuloma)
Ουσιαστικό επεξεργασία
λεμφοκοκκίωμα ουδέτερο
- (ιατρική) νόσος του λεμφικού συστήματος που παρατηρείται με εξόγκωση των λεμφαδένων
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
λεμφοκοκκίωμα